Η λατινική του ονομασία είναι Linum usitatissimum (Λίνον το ωφελιμότατον). Κοινώς το αποκαλούμε λινάρι και ανήκει στην οικογένεια των Λινοειδών. Είναι φυτό μονοετές, με φύλλα απλά, τοποθετημένα συνήθως κατ’ εναλλαγήν, άμισχα, με άνθη κυανά, πενταμερή, διπλοστήμονα. Ο καρπός του είναι κάψα με πολλά σπέρματα, τα οποία έχουν βλεννώδες επίχρισμα, που όταν βραχεί διογκώνεται. Υπάρχουν πολλά είδη λίνου αλλά το βασικό είναι αυτό που αναφέρουμε. Είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Λέγεται ότι η ποικιλία Linum bienne Miller (αγριολινάρι), καλλιεργήθηκε ήδη από την προϊστορική εποχή και αργότερα αντικαταστάθηκε από το Linum usitatissimum.
Ως πηγή της ίνας του λιναριού καλλιεργήθηκε χιλιάδες χρόνια πριν. Αρχαιολογικές έρευνες επιβεβαίωσαν την ύπαρξη σπόρων και λινών υφασμάτων στη Βαβυλώνα (7.000π.Χ) και σε πόλεις των Άλπεων (5.000 π.Χ.). Στην Ελλάδα εισήχθη από την Κολχίδα, μετά την εποχή του Ηροδότου. Ήταν γνωστό ως κλωστικό φυτό με το όνομα λίνον. Οι φαρμακευτικές ιδιότητες των σπόρων του λιναριού ήταν γνωστές στους αρχαίους Έλληνες. Ο Ιπποκράτης, όπως και ο Θεόφραστος (5ος και 4ος αιώνας), τους συνιστούσε για φλεγμονές των βλεννογόνων. Ο Διοσκουρίδης (1ος αιώνας π.Χ) αναφέρεται στις μαλακτικές του ιδιότητες.
Το βότανο περιέχει γλίσχρασμα, κυανογόνους γλυκοσίδες, πικρή ουσία. Το λινέλαιο περιέχει cis-λινολεϊκό και α-λινολενικό οξύ, βιταμίνες Α, Β, D, και Ε, μεταλλικά στοιχεία και αμινοξέα. Δεν περιέχει γλουτένη. …………………