Book Corner: “Λίγες και μία νύχτες” του Ισίδωρου Ζουργού

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Σιδηροδρομικός σταθμός, 22 Απριλίου 1909,

ευρωπαϊκή ώρα 22.45′

Θηρίο μ’ ένα κίτρινο μάτι μες στη νύχτα. Είναι σιδερένιο, είναι τρένο, είναι βρόμικο απ’ τον καπνό και νεφελώδες απ’ τους υδρατμούς που βγάζουν τα ίδια του τα σπλάχνα. Έφυγε απ’ τον σταθμό του Σιρκετζί στην Κωνσταντινούπολη και ταξιδεύει εδώ και είκοσι ώρες. Μέχρι στιγμής πρόλαβε ο δρόμος να του νυχτώσει δυο φορές και μια να ξημερώσει. Είναι ένα τρένο στοιχειωμένο,που κουβαλάει λίγους επιβάτες κι έναν αιμοσταγή βασιλιά.

Στο πολυτελές βαγόνι ακουμπούσε το γέρικο κεφάλι του στο τζάμι για ώρες. Ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β’ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης και της δεύτερης νύχτας του ταξιδιού κοιτάζοντας έξω σιωπηλός τις ασημένιες σκιές των δέντρων και των χαμηλών σπιτιών. Χάζευε τα είδωλα που έπλαθε το φεγγαρόφωτο και προς στιγμήν του φάνηκε κάπου ανέμιζε μια σημαία με σελήνη – όχι αυτή της δικής του αυτοκρατορίας αλλά της νύχτας, αυτής της επικράτειας που κρατάει για πάντα.

Το τρένο ετοιμάστηκε από την Επαναστατική Επιτροπή μέσα σε λίγες ώρες ειδικά γι’ αυτόν, ένα τρένο έρημο για να τον στείλει μακριά απ’ την Κωνσταντινούπολη, για να τον εξορίσει. Τον μονάρχη συνοδεύουν οι δύο μικροί του γιοί, τρεις απ’ τις γυναίκες του, υπασπιστές, ένα τσούρμο υπηρέτες και η φρουρά που τον επιτηρεί μ’ ένα σφίξιμο στο στήθος. Δεν είναι πολύς ο καιρός που ο πατισάχ δεν είναι παντοδύναμος και οι υπήκοοί του θέλουν τον χρόνο τους για να το συνηθίσουν.

Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σαλονίκης δεν υπάρχουν επίσημοι να τον υποδεχτούν, μόνο μια ντόπια φρουρά κι ο διοικητής της Σχολής Χωροφυλακής, ένας Ιταλός στρατηγός, ο Ντε Ρομπιλλάν, που μιλάει σπασμένα τα οθωμανικά.

Ο Ιταλός διοικητής δείχνει στον έκπτωτο μονάρχη να μπει στο αυτοκίνητό του, εκείνος αρνείται. Ο ξεδοντιασμένος από την εξουσία σουλτάνος θέλει άμαξα να τον ταξιδέψει, θέλει ν’ ακούει οπλές στο λιθόστρωτο, τρίλιες από χάμουρα που κουδουνίζουν, θέλει να μυρίζει τις ανάσες των αλόγων που αχνίζουν στην υγρασία της νύχτας.

Φέρνουν μιαν άμαξα που ξεκινάει μέσα από στενούς δρόμους και σκοτεινούς. Οι εντολές του κομιτάτου “Ένωση και Πρόοδος” είναι σαφείς: η μεταφορά πρέπει να γίνει διακριτικά, αν γίνεται και μυστικά, μακριά από θορυβώδες Κέντρο και την παραλία όπου όλα τα καφέ σαντάν είναι ακόμη ανοιχτά και οι λάμπες του φωταερίου προδίδουν την κάθε κίνηση. Πάνε δύο μέρες που η Θεσσαλονίκη, σημαιοστολισμένη και φωταγωγημένη, γιορτάζει την εκθρόνιση του σουλτάνου, άλλωστε η έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής ήταν πάντα εδώ. Η ίδια η αιτία της χαράς της, ο εξόριστος πατισάχ, έρχεται ίσια μες στον κόρφο της , αλλά είναι ακόμη νύχτα και η πόλη δεν το ξέρει.

Ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β’ κάθε τόσο τραντάζεται στη θέση του στην άμαξα καθώς τα στενά της Άνω Πόλης είναι γεμάτα λακκούβες. Η μεγάλη μύτη του τρέχει από την υγρασία, κρατάει στο αριστερό χέρι ένα μαντήλι και με το άλλο γαντζώνεται γερά απ τη χειρολαβή, γιατί οι στροφές και οι τρύπες στα καλντερίμια δεν έχουν τέλος.

Κατηφορίζουν απ’ τα ανατολικά τείχη ενώ αριστερά διακρίνονται τα φώτα του Δημοτικού Νοσοκομείου Χαμιδιέ, που έχει τ’ όνομά του. Η “Σκιά του Θεού επί τη Γης” φρόντιζε τους υπηκόους του για τριάντα – τόσα χρόνια. Αυτοί, συλλογίζεται θλιμμένος, τον αντάμειψαν με απαγωγή και φυλάκιση σ’ ένα άδειο τρένο.

Η ψυχή του πατισάχ και τα λαγόνια του κάπως γαληνεύουν όταν τσουλάνε στους κυβόλιθους της Λεωφόρου Χαμιδιέ, που έχει κι αυτή τ’ όνομά του. Κάπως ηρεμεί μιας κι από κει βλέπει τη θάλασσα – ένα κομμάτι σπασμένου καθρέφτη που γυαλίζει απ’ τη φωταύγεια της σελήνης. Κάτω απ’ το μαρμάρινο σιντριβάνι στην αρχή της λεωφόρου ο αλμυρός αέρας του Κόλπου είναι μυρμήγκιασμα στα γένια του. Στο μεταξύ ο αμαξάς καμτσικώνει τ’ άλογα, καθώς βιάζονται να περάσουν γρήγορα τον αριστοκρατικό δρόμο που ‘ναι γεμάτος προξενεία, ενώ υπάρχουν πολλά μάτια πίσω απ’ τις κουρτίνες και κάποια καφενεία είναι ακόμη ανοιχτά.

Η άμαξα έστριψε αριστερά για την επόμενη λεωφόρο. Ο μονάρχης άφησε απ’ τα μάτια του τη θάλασσα και το βλέμμα του αιχμαλωτίστηκε στη μονοτονία των γραμμών του τραμ. Μέσα απ’ αυτές τις ράγες γυρίζει πενήντα χρόνια πίσω και θυμάται που είχε επισκεφτεί αυτήν την πόλη νεαρός πρίγκιπας. Τώρα αναρωτιέται που τον οδηγούν αυτές οι σιδερένιες γραμμές – ίσως σε κάποιο μνήμα που χάσκει ανοιχτό και τον περιμένει.

Σε αυστηρή στοίχιση προπορεύονται έφιπποι αστυνομικοί που καλπάζουν σε ζευγάρια. Έχουν μαρμάρινους λαιμούς και κοιτάζουν μόνο μπροστά. Πίσω από την άμαξά του ακολουθεί ένα μικρό καραβάνι, που σέρνει τα υπολείμματα του κόσμου του από το ανάκτορο του Γιλδίζ, που το άφησε για πάντα.

Αυτή η λεωφόρος που τώρα διασχίζουν φαίνεται εντυπωσιακή: πεζοδρόμια αριστερά και δεξιά, δεντροστοιχίες, φωτισμός, μεγαλοπρεπείς επαύλεις με πύργους και θαλερούς κήπους που ξεχωρίζουν πίσω από ψηλά κάγκελα. Ο σουλτάνος δεν πολυκοιτάζει, ενώ κάπου κάπου τα μάτια του κλείνουν – είναι γέρος πια. Χαϊδεύει μόνο την αριστερή παλάμη με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού, φαίνεται κάτι να αναζητεί ψαύοντας τις γραμμές ου χεριού του. Αν η μοίρα του είναι ανάγλυφη πάνω στο δέρμα, ο πατισάχ δε θ’ αργήσει ως χειρομάντης να την ανακαλύψει.

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Λίγες και μία νύχτες” του Ισίδωρου Ζουργού. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ

- Advertisment -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Λευτέρης Πετρούνιας: Πρωταθλητής Ευρώπης για έβδομη φορά στους κρίκους

Ο «χρυσός» Έλληνας Ολυμπιονίκης Λευτέρης Πετρούνιας, απόψε (Παρασκευή 26/4)...

Πασχαλινό Φιλανθρωπικό Παζάρι από την Μονή Καλτεζών

Μετά χαράς ανακοινώνεται ότι η Ιερά μας Μονή θα...

Η ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ. για το περιστατικό με τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Πατρών

Σχετικά με δημοσιεύματα που αναφέρονται σε περιστατικό με τον...

Πρόγραμμα λειτουργίας μουσείων Λεωνιδίου και Κοσμά κατά τις ημέρες του Πάσχα

Πρόγραμμα λειτουργίας μουσείων Λεωνιδίου και Κοσμά κατά τις ημέρες...

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Μετάβαση στο περιεχόμενο