Book Corner:”Το Αστέρι του Βορρά” του Phillip Pullman

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η Λύρα και το δαιμόνιό της προχωρούσαν προσεκτικά στη σκοτεινή αίθουσα των συγκεντρώσεων, φροντίζοντας να μένουν συνέχεια πολύ κοντά στον τοίχο, για να μην μπορούν να τους δουν από την κουζίνα. Τα τρία μεγάλα μακρόστενα τραπέζια στο κέντρο της αίθουσας ήταν ήδη στρωμένα, τα ασημένια μαχαιροπίρουνα και τα κρυστάλλινα ποτήρια αιχμαλώτιζαν το ελάχιστο φως που υπήρχε και οι μακρόστενοι πάγκοι, βαλμένοι στη θέση τους από ώρα, ήταν έτοιμοι να υποδεχτούν τους καλεσμένους. Ψηλά στους τοίχους ξεχώριζαν στο ημίφως πορτρέτα προηγούμενων διευθυντών του κολεγίου. Η Λύρα, όταν έφτασε στην εξέδρα, γύρισε και κοίταξε πίσω της προς την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας και, μη βλέποντας κανέναν, προχώρησε κι άλλο και σταμάτησε δίπλα στο ψηλό τραπέζι. Σ’ αυτό δεν είχε θέση το ασήμι, τα πάντα ήταν στρωμένα με χρυσάφι, ενώ τα δεκατέσσερα καθίσματα δεν ήταν δρύινοι πάγκοι, αλλά μαονένιες καρέκλες με βελούδινα μαξιλαράκια.

Η Λύρα σταμάτησε δίπλα στην καρέκλα του διευθυντή και χτύπησε απαλά με το νύχι της το μεγαλύτερο ποτήρι. Ο ήχος του κρυστάλλου ήχησε καθαρά στην αίθουσα των συγκεντρώσεων.

«Δεν είναι ώρα για παιχνίδια», της ψιθύρισε το δαιμόνιό της. 

«Κάτσε φρόνιμα».

Το όνομα του δαιμονίου ήταν Πανταλεήμων και είχε μεταμορφωθεί σε σκόρο, σ’ έναν σκούρο καφετί σκόρο, για να γίνεται ένα με το σκοτάδι της αίθουσας.

«Κάνουν πολύ θόρυβο στην κουζίνα για ν’ ακούσουν οτιδήποτε», του απάντησε ψιθυριστά η Λύρα. «Και ο θαλαμηπόλος δεν μπαίνει ποτέ μέσα πριν χτυπήσει το πρώτο κουδούνι. Σταμάτα λοιπόν να δημιουργείς θέμα».

Αλλά για καλό και για κακό ακούμπησε την παλάμη της πάνω στο κρύσταλλο που κουδούνιζε ακόμη, ενώ την ίδια ώρα ο Πανταλεήμων, φτερουγίζοντας, περνούσε μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα της αίθουσας των καθηγητών στην άλλη άκρη της εξέδρας. Ύστερα από ένα λεπτό τον είδε να εμφανίζεται ξανά.

«Δεν υπάρχει κανείς εκεί», της ψιθύρισε. «Αλλά πρέπει να κάνουμε γρήγορα».

Έρποντας πίσω από το ψηλό τραπέζι, η Λύρα γρήγορη σαν βέλος μπήκε μέσα στην αίθουσα των καθηγητών από την ανοιχτή πόρτα, έπειτα σηκώθηκε και κοίταξε γύρω της. Η μοναδική πηγή φωτός προερχόταν από το τζάκι· καθώς η Λύρα κοίταζε τη ζωηρή φλόγα που έβγαζαν τα κούτσουρα, εκείνα κατακάθισαν ελαφρά, στέλνοντας ένα σιντριβάνι από σπίθες στην καμινάδα. Είχε ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής της στο κολέγιο, αλλά δεν είχε δει ποτέ ως τότε την αίθουσα των καθηγητών: μόνο οι καθηγητές και οι καλεσμένοι τους επιτρεπόταν να μπουν, μα σε καμιά περίπτωση γυναίκες. Ακόμη και οι υπηρέτριες δεν έμπαιναν να καθαρίσουν εκεί μέσα. Αυτό ήταν αποκλειστικά δουλειά του μπάτλερ. Ο Πανταλεήμων κάθισε στον ώμο της.

«Ικανοποιήθηκες τώρα; Μπορούμε να πηγαίνουμε;» της ψιθύρισε.

«Μην είσαι χαζός! Θέλω να ρίξω ακόμη μια ματιά εδώ γύρω!»

Ήταν μεγάλο δωμάτιο, μ’ ένα οβάλ τραπέζι από λουστραρισμένο ξύλο τριανταφυλλιάς στο κέντρο, πάνω στο οποίο υπήρχαν διάφορες καράφες, ποτήρια και ένας ασημένιος καπνοκόπτης με μια βάση για να στερεώνουν τα τσιμπούκια τους. Σ’ έναν διπλανό μπουφέ υπήρχε ένα τηγανάκι κι ένα καλάθι γεμάτο με κάψες παπαρούνας.

«Καλοπερνάνε, έτσι δεν είναι, Παν;» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της.

Κάθισε σε μια πράσινη δερμάτινη πολυθρόνα. Ήταν τόσο βαθιά, που έχασε την ισορροπία της και βρέθηκε ξαπλωμένη ανάσκελα, όμως ανακάθισε ξανά και δίπλωσε τα πόδια της από κάτω της, για να κοιτάξει με την ησυχία της τα πορτρέτα στους τοίχους. Ίσως τα πρόσωπα που απεικονίζονταν να ήταν μερικοί ακόμη από τους παλιούς διευθυντές – είχαν όλοι γένια, φορούσαν τήβεννο και δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην έχει κατσουφιασμένη έκφραση, λες κι από την ασφάλεια της κορνίζας τους αποδοκίμαζαν τα πάντα.

«Τι να κουβεντιάζουν άραγε εδώ μέσα;» είπε η Λύρα ή, τουλάχιστον, αυτό ξεκίνησε να λέει, μα πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της, άκουσε φωνές έξω από την πόρτα.

«Πίσω από την καρέκλα, γρήγορα!» της ψιθύρισε ο  Πανταλεήμων, κι η Λύρα, χωρίς να χάσει χρόνο, σηκώθηκε σαν ελατήριο από την πολυθρόνα και κουλουριάστηκε πίσω της. Δεν ήταν φυσικά η καλύτερη κρυψώνα, αφού η πολυθρόνα που είχε διαλέξει ήταν ακριβώς στο κέντρο του δωματίου, εκτός κι αν έμενε πολύ ήσυχη…

Η πόρτα άνοιξε και το φως άλλαξε στο δωμάτιο: ένας απ’ αυτούς που μπήκαν κρατούσε μια λάμπα, την οποία ακούμπησε στον μπουφέ. Η Λύρα μπορούσε να δει τα πόδια του, το σκούρο πράσινο παντελόνι και τα καλογυαλισμένα μαύρα παπούτσια του. 

Ένας υπηρέτης.

Ύστερα μια βαθιά φωνή ρώτησε: «Δεν ήρθε ο λόρδος Άσριελ ακόμη;»

Ο διευθυντής. Η Λύρα, κρατώντας την ανάσα της, είδε το δαιμόνιο του υπηρέτη (έναν σκύλο, όλα σχεδόν τα δαιμόνια των υπηρετών ήταν σκύλοι) να τρέχει και να κάθεται ήσυχα στα πόδια του, ύστερα είδε τα πόδια του διευθυντή, με τα φθαρμένα μαύρα παπούτσια που φορούσε πάντα.

«Όχι, κύριε», του απάντησε ο μπάτλερ. «Επίσης, ούτε φωνή ούτε ακρόαση και από τον Αεροντόκ».

«Υποθέτω πως θα πεινάει όταν θα φτάσει. Οδήγησέ τον κατευθείαν στην αίθουσα συγκεντρώσεων, σύμφωνοι;» «Όπως επιθυμείτε, κύριε».

«Θυμήθηκες να φέρεις και μια καράφα από το πιο καλό μας Τοκάι για να τον τιμήσουμε;»

«Μάλιστα, κύριε. Του χίλια οχτακόσια ενενήντα οχτώ, όπως διατάξατε. Στην Εξοχότητά του αρέσει ιδιαίτερα η παραγωγή εκείνης της χρονιάς, δεν το ξεχνώ».

«Ωραία. Τώρα άφησέ με μόνο μου, σε παρακαλώ».

«Θα χρειαστείτε τη λάμπα, κύριε;»

«Ναι, άφησέ τη μου. Μα έλα κατά τη διάρκεια του γεύματος να τη ρυθμίσεις».

Ο μπάτλερ υποκλίθηκε ελαφρά και γύρισε να φύγει, ενώ το δαιμόνιό του τον ακολούθησε τρέχοντας υπάκουα πίσω του. Από την υποτυπώδη κρυψώνα της η Λύρα συνέχισε να παρακολουθεί τον διευθυντή, που πήγε σε μια μεγάλη δρύινη ντουλάπα σε κάποια γωνία του δωματίου, πήρε την τήβεννό του από μια κρεμάστρα και τη φόρεσε με δυσκολία. Ο διευθυντής υπήρξε ισχυρός άντρας κάποτε, αλλά καθώς είχε περάσει από καιρό τα εβδομήντα, οι κινήσεις του είχαν γίνει δύσκαμπτες και αργές. Το δαιμόνιο του διευθυντή είχε μορφή κορακιού και, μόλις εκείνος φόρεσε την τήβεννο, όρμησε από την ντουλάπα και βολεύτηκε στη συνηθισμένη του θέση, πάνω στον δεξιό ώμο του διευθυντή.

Η Λύρα ένιωθε πλάι της τον Πανταλεήμονα να ανατριχιάζει από αγωνία, κατάφερε όμως να μην κάνει καθόλου θόρυβο. Όσο για την ίδια, ένιωθε μια ευχάριστη αναστάτωση. Ο επισκέπτης που ανέφερε ο διευθυντής, ο λόρδος Άσριελ, ήταν θείος της, ένας άντρας που θαύμαζε μα και φοβόταν υπερβολικά. Έλεγαν ότι ήταν αναμειγμένος σε υψηλά πολιτικά παιχνίδια, σε μυστικές έρευνες, σε μακρινές εχθροπραξίες, και ποτέ της δεν ήξερε πότε και πού θα εμφανιστεί. Ήταν άγριος: αν την έπιανε εκεί μέσα, θα την τιμωρούσε αυστηρά, αλλά εκείνη θα μπορούσε να το αντέξει.

Πάντως, αυτό που είδε στη συνέχεια άλλαξε τελείως τα πράγματα.

Ο διευθυντής έβγαλε από την τσέπη του ένα διπλωμένο στα τέσσερα χαρτί και το ακούμπησε στο τραπέζι. Τράβηξε το πώμα από το στόμιο μιας καράφας που περιείχε κρασί με έντονη χρυσαφιά απόχρωση, ξεδίπλωσε το χαρτί και, πριν το τσαλακώσει και το πετάξει στη φωτιά, έχυσε μέσα στην καράφα έναν λεπτό χείμαρρο άσπρης σκόνης. Μετά έβγαλε ένα μολύβι από την τσέπη του και άρχισε ν’ ανακατεύει το κρασί μέχρι που η σκόνη δια λύθηκε, ύστερα ξανάβαλε το πώμα στη θέση του.

Το δαιμόνιό του έβγαλε μια απαλή, κοφτή κραυγή. Ο διευθυντής τού απάντησε σε χαμηλότερο τόνο και έριξε μια ματιά γύρω του με τα σκοτεινά, πάντα συννεφιασμένα, μάτια του, πριν φύγει από την ίδια πόρτα απ’ όπου είχε μπει.

«Το είδες αυτό, Παν;» ψιθύρισε η Λύρα.

«Φυσικά και το είδα! Τώρα βιάσου, προτού έρθει ο θαλαμηπόλος!» της είπε ο Πανταλεήμων.

Όμως καθώς μιλούσε, έφτασε ως τ’ αυτιά τους ο μακρινός ήχος ενός κουδουνιού που χτύπησε μία μόνο φορά στην άλλη άκρη της αίθουσας συγκεντρώσεων.

«Είναι το κουδούνι του θαλαμηπόλου!» του είπε η Λύρα. «Νόμιζα πως είχαμε περισσότερη ώρα μπροστά μας».

Ο Πανταλεήμων φτερούγισε αμέσως προς την πόρτα της αίθουσας συγκεντρώσεων, μα ξαναγύρισε γρήγορα πίσω.

«Ο θαλαμηπόλος έφτασε κιόλας», της είπε. «Και δεν μπορείς να βγεις τώρα ούτε κι από την άλλη πόρτα…»

Η άλλη πόρτα, από την οποία είχε μπει και βγει ο διευθυντής, έβγαζε στον γεμάτο κίνηση διάδρομο, ανάμεσα στη βιβλιοθήκη και στο εντευκτήριο των καθηγητών. Πάντα τούτη την ώρα συνωστίζονταν πολλοί καθηγητές εκεί μέσα, άλλοι φορούσαν την τήβεννό τους για το γεύμα κι άλλοι βιάζονταν ν’ αφήσουν χαρτιά και χαρτοφύλακες στο εντευκτήριο, πριν μετακινηθούν στην αίθουσα συγκεντρώσεων. Η Λύρα είχε σχεδιάσει να φύγει από τον ίδιο δρόμο απ’ όπου είχε έρθει, ποντάροντας στα λίγα ακόμη λεπτά που μεσολαβούσαν πριν χτυπήσει το κουδούνι του θαλαμηπόλου.

Κι αν δεν είχε δει τον διευθυντή να αδειάζει εκείνη τη σκόνη στο κρασί, ίσως και να είχε διακινδυνεύσει τον θυμό του θαλαμηπόλου ή να ήλπιζε να περάσει απαρατήρητη στον πολυσύχναστο διάδρομο. Αλλά ήταν μπερδεμένη, κι αυτό την έκανε να διστάζει.

Το απόσπασμα είναι απο το βιβλίο “Το Αστέρι του Βορρά” του Philip Pullman. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ

- Advertisment -hit-media.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Καιρός: Λάσπη και αφρικανική σκόνη

Αυξημένες θα είναι οι συγκεντρώσεις αφρικανικής σκόνης στην ατμόσφαιρα...

Συνάντηση του Περιφερειάρχη Δημήτρη Πτωχού με τον Συντονιστή Επιχειρήσεων, Υποστράτηγο Δημήτρη Γεωργανά

Τον Συντονιστή Επιχειρήσεων Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Νήσων, Υποστράτηγο Δημήτρη Γεωργανά, υποδέχτηκε, στα γραφεία της Περιφέρειας, στην Τρίπολη, ο Περιφερειάρχης Δημήτρης Πτωχός, την Τρίτη 24 Φεβρουαρίου. Η αντιπυρική περίοδος, ο προγραμματισμός και οι κατά τόπους ασκήσεις ετοιμότητας, απασχόλησαν τη συζήτηση, η οποία και έγινε σε απόλυτο κλίμα συνεργασίας και συνεννόησης. Η κλιματική αλλαγή, οι υψηλές

Συλλήψεις στην Μεσσηνία για όπλα, ναρκωτικά και πλαστογραφία

Ενημερωτικό Δελτίο Αδικημάτων και Συμβάντων Πελοποννήσου. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ Συνελήφθη ένα...

Πρώτη συνεδρίαση για την Περιφερειακή Επιτροπή Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικής Συνοχής

Συνεδρίασε για πρώτη φορά η Περιφερειακή Επιτροπή Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικής Συνοχής Πελοποννήσου, στην έδρα της Περιφέρειας, στην Τρίπολη, την Τρίτη 23 Απριλίου, με τη συμμετοχή των εκπροσώπων όλων των παρατάξεων. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Αντιπεριφερειάρχης Δημόσιας Υγείας, Χρυσοβαλάντης Μέλλος, προχώρησε στην εξής δήλωση: «Η Επιτροπή αυτή ασχολείται με θέματα Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Πολιτικής

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Μετάβαση στο περιεχόμενο