Περνούσε τον καιρό του κλεισμένος στο εργαστήρι. Στον Ντρουό είχε πει ότι ήθελε να βρει τη συνταγή για μια κολόνια. Στην πραγματικότητα όμως έκανε πειράματα με τελείως διαφορετικές μυρωδιές. Το άρωμα που είχε φτιάξει στο Μονπελιέ, παρόλο που το χρησιμοποιούσε με μεγάλη οικονομία, κόντευε να τελειώσει. Έφτιαξε ένα καινούριο. Αυτή τη φορά όμως δεν αρκέστηκε σε μια γρήγορη και πρόχειρη απομίμηση της ανθρώπινης μυρωδιάς, παρά έβαλε τα δυνατά του να δημιουργήσει μια προσωπική μυρωδιά, ή μάλλον μια ποικιλία από προσωπικές μυρωδιές.
Πρώτα – πρώτα έφτιαξε μια μυρωδιά για να περνάει απαρατήρητος, ένα γκρίζο άρωμα για κάθε μέρα, μέσα του υπήρχε η ξινή αποφορά του ανθρώπινου σώματος, σκεπασμένη όμως από χοντρά λινά και μάλλινα υφάσματα, απλωμένα πάνω στο στεγνό, γεροντικό δέρμα. Μυρίζοντας έτσι μπορούσε άνετα ν’ ανακατευτεί με τους ανθρώπους. Το άρωμα ήταν αρκετά δυνατό ώστε να δικαιολογεί την παρουσία ενός ανθρώπου, και ταυτόχρονα αρκετά διακριτικό ώστε αυτός ο άνθρωπος να μην τραβάει την προσοχή. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Γκρενουίγ δικαιολογούσε μετριόφρονα την παρουσία του, ενώ συγχρόνως δεν υπήρχε – μια ενδιάμεση κατάσταση, τελείως θολή, που τον βόλευε ιδιαίτερα, τόσο μέσα στο σπίτι της κυρίας Αρνουφλί και στη δουλειά, όσο και στις σπάνιες εξόδους του στην πόλη.
Μερικές φορές η διακριτή αυτή μυρωδιά αποδεικνυόταν εμπόδιο.Όταν ο Ντρουό τον έστελνε για ψώνια, ή όταν ο ίδιος ήθελε ν’ αγοράσει για λογαριασμό του λίγο ζαμπέτι ή μερικά σπυριά μόσχο κι έμπαινε σε κάποιο μαγαζί, ή δεν τον έβλεπαν καθόλου και δεν τον εξυπηρετούσαν, ή του έδιναν λάθος πράγματα, ή τον άφηναν στη μέση, γιατί τον ξεχνούσαν. Για τέτοιες περιπτώσεις έφτιαξε μια ειδική μυρωδιά πιο τραχιά, που έμοιαζε ελαφρά με ιδρώτα, μια μυρωδιά πιο δυνατή και συμπαγή που έκανε τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι βιαζόταν κι ότι είχε πολλές δουλειές. Όταν πάλι ήθελε να τραβήξει κάπως την προσοχή, χρησιμοποιούσε μια απομίμηση της aurae seminalis του Ντρουό, που είχε πετύχει αλείβοντας ένα ύφασμα, ποτισμένο με λάδι, με λιωμένα αβγά χήνας κι αλεύρι βρόμικο.
Ένα άλλο άρωμα πάλι δικής του κατασκευής, του επέτρεπε να προκαλεί τον οίκτο των γυναικών μέσης και μεγάλης ηλικίας. Μύριζε άπαχο γάλα και καθαρό μαλακό ξύλο. Ο Γκρενουίγ, ακόμα κι όταν ήταν αξύριστος, με σκοτεινό πρόσωπο, χωμένος στο γιακά του παλτού του, φορώντας αυτό το άρωμα έδινε την εντύπωση ενός κακόμοιρου παιδιού με τριμμένη ζακέτα που χρειαζόταν βοήθεια. Οι γυναίκες στην αγορά, μόλις τον έπαιρναν μυρωδιά, του έχωναν καρύδια και ξερά αχλάδια στις τσέπες, γιατί έμοιαζε τρομερά πεινασμένος και αβοήθητος. Και η γυναίκα του χασάπη, ένα άτεγκτο κ αυστηρό θηλυκό, τον άφηνε να παίρνει τσάμπα μερικά κομμάτια κρέας που ήταν για πέταμα και κανένα κόκαλο, γιατί η μυρωδιά της αθωότητάς του συγκινούσε τη μητρική καρδιά της. Ο Γκρενουίγ χρησιμοποιούσε αυτό το χαλασμένο κρέας για να φτιάξει με τη βοήθεια του οινοπνεύματος τα βασικά συστατικά ενός αρώματος που χρησιμοποιούσε όταν ήθελε οπωσδήποτε να μείνει μόνος. Το άρωμα αυτό δημιουργούσε γύρω του μια ατμόσφαιρα ελαφρής αηδίας, μια πνοή σαπίλας, όπως μυρίζουν το πρωί τα γέρικα κι απεριποίητα στόματα. Το άρωμα αυτό ήταν τόσο αποτελεσματικό, ώστε ακόμα κι ο Ντρουό που δεν ήταν καθόλου σιχασιάρης, έφευγε άθελά του, χωρίς καλά – καλά να ξέρει τι ήταν αυτό που τον ανάγκαζε να βγει απ’ το εργαστήρι. Και λίγες σταγόνες απ’ αυτό το κατασκεύασμα στο κατώφλι της καλύβας του, αρκούσαν για να κρατήσουν μακριά κάθε πιθανό επισκέπτη, άνθρωπο ή ζώο.
Κάτω από την προστασία όλων αυτών των διαφορετικών αρωμάτων, που τα άλλαζε σαν φορέματα ανάλογα μ τις ανάγκες και τις περιστάσεις και που τον βοηθούσαν να περνάει απαρατήρητος ανάμεσα στους ανθρώπους, ο Γκρενουίγ αφοσιώθηκε στο μοναδικό, πραγματικό του πάθος: στο εκλεπτυσμένο κυνήγι αρωμάτων, κι επειδή είχε ένα σπουδαίο στόχο και πάνω από ένα χρόνο καιρό, προχωρούσε με ζήλο κι επιμονή, αλλά και με μεθοδικότητα και υπομονή στην εξάσκηση των ικανοτήτων του, την τελειοποίηση των όπλων και των τεχνικών του. Άρχισε από εκεί που είχε σταματήσει, όταν ήταν ακόμα στου Μπαλντίνι: προσπαθούσε ν’ απομονώσει και να συγκρατήσει τη μυρωδιά άψυχων αντικειμένων όπως η πέτρα, το μέταλλο, το γυαλί, το ξύλο, το αλάτι, το νερό, ο αέρας…
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Το άρωμα” του Patrick Suskind. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.